νόμευσις

νόμευσις
νόμευσις, ἡ (Μ) [νομεύω]
επικαρπία ενός πράγματος η οποία παραχωρείται σε κάποιον μετά από κατάσχεση, επειδή ο ιδιοκτήτης τού χρωστά χρήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”